(Κέρκυρα, 1875-Ἀθῆνα, 1943). Λόγιος, συγγραφέας, ποιητής, λεξικογράφος καὶ στοχαστὴς μὲ φιλοσοφικὴ διάθεση καὶ γνώση. Καταγόταν ἀπὸ τὴν παλιὰ καὶ πολυκλαδη οἰκογένεια τῶν Ζερβὼν τῆς Κεφαλλονιὰς καὶ ἤταν ἀδερφὸς τοῦ μαθηματικοῦ καὶ ἀκαδημαϊκοῦ Παναγιώτη Ζερβού. Σπούδασε στῇ Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ ἀναγορεύτηκε διδάκτορας τῆς. Ὡς φοιτητὴς παρακολούθησε καὶ φιλολογικὰ μαθήματα καὶ ἀργότερα ὁλοκλήρωσε τῇ μόρφωσή του στὸ Παρίσι καὶ σὲ ἄλλα εὐρωπαϊκὰ κέντρα, ἀσχολούμενος εἰδικότερα μὲ τῇ φιλοσοφίᾳ καὶ τὴν κοινωνιολογία. Ὅταν τελείωσέ τις σπουδὲς τοῦ ἐγκαταστάθηκε ἀρχικὰ στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ἄσκησε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δικηγόρου.
Ὁ Ἰωάννης Ζερβὸς ἀνέπτυξε φιλολογικὴ δράση ἀπὸ πολὺ νωρίς, ἀφοῦ ἤδη τὸ 1889 εἶχε δημοσιεύσει στὴν Κέρκυρα τὸ βιβλίο Κοινωνικὲς εἰκόνες. Ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια ἐπίσης συνεργαζόταν μὲ περιοδικὰ τῆς Ἀθήνας, ὅπου δημοσίευσε, συχνὰ μὲ τὸ ψευδώνυμο Ἀρετάς, ποιήματά του, δοκίμια καὶ κριτικές. Τὸ 1905 ἐγκατέλειψε ὁριστικὰ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δικηγόρου καὶ τὴν Αἴγυπτο. Ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθῆνα καὶ ἀσχολήθηκε μὲ ὅλα τὰ εἴδη τοῦ λόγου. Ἀπὸ τοὺς πρώτους συνεργάτες τοῦ φιλολογικοῦ περιοδικοῦ Παναθήναια, συνεργάστηκε ἐπίσης μὲ πολλὲς ἐφημερίδες καὶ ἄλλα περιοδικὰ τῆς ἐποχῆς. Στὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς ἔγραφε ἄρθρα στὸν ἀντιστασιακὸ τύπο, προκηρύξεις καὶ ἀντάρτικους στίχους.
Ἡ συμβολὴ τοῦ Ἰωάννη Ζερβοὺ στὰ νεοελληνικὰ γράμματα κρίνεται σημαντική, κυρίως ἀπὸ τῇ συνεργασίᾳ τοῦ ὡς ἐπιμελητῇ ἐκδόσεων στῇ «Βιβλιοθήκη Γεωργίου Φέξη» (1908 -1914). Στῇ σειρὰ αὐτὴ μετέφραζε καὶ προλόγιζε ὁ ἴδιος ἐκδόσεις πολλῶν ἀρχαίων συγγραφέων ἀλλὰ καὶ νεοτερῶν, Ἑλλήνων (ὅπως τῶν Κάλβου, Βαλαωρίτη, Βιζυηνοὺ κ.α.) καὶ ξένων. Σημαντικὴ ὕπηρξε, ἐπίσης, ἡ προσφορὰ τοῦ στῇ «Βιβλιοκήκη τοῦ Παπύρου» καὶ ἀνάλογα κρίνεται ἡ συνεργασία τοῦ μὲ τὴν ἑταιρεία Παπαδημητρίου, ὅπου ἐπίσης μετέφρασε λογοτεχνικὰ καὶ φιλοσοφικὰ ἔργα διαφόρων Εὐρωπαίων συγγραφέων. Ἐποικοδομητικὴ κρίνεται καὶ ἡ συνεργασία τοῦ μὲ τὸ Ἐγκυκλοπαιδικὸ Λεξικὸ Ἐλευθερουδάκη καὶ μὲ τὸ Μέγα Λεξικὸ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας τοῦ Δημητράκου. Πολυμαθὴς καὶ πολυγλωσσος, ἔγραφε ἀρχικὰ σὲ ἀψόγη καθαρεύουσα, ἀλλὰ ἀργότερα ἀκολούθησε μία συνθέτη γλῶσσα, λυτρωμένη ἀπὸ τὴν παραδομένη ῥητορεία καὶ ἔγινε, μὲ τὸν τρόπο τοῦ, συντελεστὴς τοῦ δημοτικιστικοὺ κινήματος.
Πρωτοτυπα ἔργα τοῦ Ζερβού, πεζὰ καὶ ποιητικά, εἲναι τὰ ἑξῆς: Μῦθοι τῆς ζωῆς (1911), Τραγούδια τοῦ καλοῦ καιροῦ (1916), Διηγήματα 1912), Ἀντιλαλοῖ τῆς ζωῆς, Λυρικὲς Σάτυρες κ.α. Ἡ προσφορὰ τοῦ στὸ νεοελληνικὸ λυρικὸ λόγο θεωρεῖται ἀξιολόγη καὶ ἡ ποιήσή του, ἐκτὸς ἀπὸ πρωτοτυπία, ἐμφανίζει ἀρτιότητα ἐκφραστικῆς μορφῆς καὶ μουσικότητα. Παράλληλα ὁ Ζερβὸς ἐξέδωσε καὶ φιλοσοφικὲς καὶ κοινωνιολογικὲς μελέτες, ὅπως Ἱστορία τῆς Ἰδέας (1910), Ὑλιστικαὶ θεωρίαι (1914), Ἐργατοκρατία καὶ μπολσεβικισμὸς (1915) κ.α.
Ὁ Ζερβὸς ὕπηρξε ἐλεύθερος στοχαστὴς μὲ φιλοσοφικὴ διαθεση καὶ προώθησε τὶς φιλοσοφικὲς σπουδὲς στὴν Ἑλλάδα. Ἑλκύεται ἀπὸ τὸ μύθο καὶ τὸν χρησιμοποιεῖ μὲ φιλοσοφικὸ τρόπο, γιὰ νὰ φανερώσει τὸν προβληματισμὸ τοῦ γύρῳ ἀπὸ ἔννοιες, ὅπως ὁ πόθος καὶ ἡ ἡδονή, ἡ δόξα καὶ ἡ γνώση, ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ ἀγάπη. Τὰ ἔργα τοῦ φανερώνουν τῇ συνεργασίᾳ λογικῆς καὶ φαντασίας, λόγου καὶ αἴσθησης καὶ τονίζουν τῇ σπουδαιότητα τῆς συνείδησης. Βαθὺς γνώστης διαφόρων φιλοσοφικῶν θεωριῶν καὶ ἰδεῶν ὁ Ζερβὸς καταλήγει στὸ συμπέρασμα πῶς σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου εἲναι ἡ ἀγάπη, ἰδανικὸ ἀντιθετο πρὸς τὸ ἐγώ. Εἶχε κυρίως ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Νίτσε, τὴν ὁποία προσπάθησε νὰ ἐκλαϊκεύσει μὲ προσωπικὸ ὄσο καὶ συμβολικὸ τρόπο. Ἂν καὶ ἐπηρεασμένος ἀπὸ τῇ νιτσεϊκὴ διδασκαλίᾳ γιὰ τὴν ἐξουσία τοῦ ἀτόμου, κλίνει πρὸς τὸν ἀλτρουισμὸ καὶ προβάλλει τὰ ἀνθρωπιστικὰ ἰδεώδη.