skip to Main Content

Αν και πολύ σπουδαίος, από τους σπουδαιότερους του ελληνικού κράτους, είναι σήμερα άγνωστος. Ζει μόνο στη μνήμη της Ιστορίας, των ιστορικών, των μορφωμένων νομικών και, φυσικά, όλων των δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας, του οποίου υπήρξε ο οργανωτής, ο πρωτεργάτης και ο πρώτος Πρόεδρος.

Για έναν λαό, όπως ο δικός μας, του οποίου η μνήμη δεν διακρίνεται για τη δύναμή της και που η ιστορική του συνείδηση τρέφεται περισσότερο από τη ρηχή προγονολατρεία παρά από την ιστορική γνώση, η αναφορά σε προσωπικότητες, όπως ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν, ενδείκνυται, αν δεν επιβάλλεται.

Η ζωή του Κ. Ρακτιβάν υπήρξε εξόχως ενδιαφέρουσα. Ας την παρακολουθήσουμε, λοιπόν, όπως «(…) ξεκίνησε με την αθόρυβη εργασία του σπουδαστηρίου και, περνώντας από τη μαχόμενη δικηγορία, την ενεργό διοίκηση, την εθνική πολιτική και την ακαδημαϊκή ανάδειξη, τον οδήγησε, κατά το τέρμα του βίου του, ιδρυτή και κορυφαίο της διοικητικής δικαιοσύνης…» (Κ. Κεραμεύς).

Ο Κ. Ρακτιβάν γεννήθηκε το 1865 στο Μάντσεστερ, όπου είχε επεκτείνει την επιχειρηματική του δραστηριότητα ο πατέρας του Δημήτριος Ρακτιβάν, εύπορος έμπορος από τη Βέροια, αλλ’ εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου γενναιόδωρα χρηματοδότησε την ανέγερση πολλών σχολείων στην ιδιαίτερη πατρίδα του.

Σπουδάζει νομικά στην Αθήνα όπου και εγκαθίσταται ως δικηγόρος στα 1885. Μόλις είκοσι δύο ετών δημοσιεύει την πρώτη νομική του μελέτη, υπό τον τίτλο «Μελέτη επί του Νόμου 963 ΞΕ της 22 Μαΐου 1885 περί τόκου υπερημερίας και τόκου τόκων». Το επόμενο έτος δημοσιεύει τη μελέτη του «Τινά περί προκαταρκτικών συμβάσεων» και το ίδιο έτος διορίζεται Πρωτοδίκης στη Σύρο. Ακολουθεί η δημοσίευση νέας μελέτης: «Ζητήματα τινά σχετικά προς την δικαστικήν παράστασιν των ανηλίκων». Μετ’ ολίγους μήνες εγκαταλείπει το δικαστικό Σώμα για να στραφεί στην «από περιωπής μαχόμενη δικηγορία», κατά την εικοσιπενταετή άσκηση της οποίας «(…) τίποτε δεν εστάθη ικανόν να εκτρέψη τον Ρακτιβάν της αυστηράς ευθύτητος και δικαιοσύνης. Είτε δικηγορών είτε γνωμοδοτών, ουδ’ επί στιγμήν μετεχειρίσθη την νομικήν του σοφίαν εις την αμαύρωσιν ή συσκότισιν της αληθείας (…)» (Γ. Μπαλής).

Ως δικηγόρος συνέδεσε το όνομά του τόσο με την ίδρυση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών όσο και με την εν γένει λειτουργία του από τις πλέον υπεύθυνες θέσεις του αντιπροέδρου (1909) αλλά και επί τρία συναπτά έτη (1910, 1911, 1912) του Προέδρου του. Το 1892 δημοσιεύει την περισπούδαστη μονογραφία του «Περί της μετά την λύσιν του γάμου τύχης της προικός κατά το εν Ελλάδι κρατούν ρωμαϊκόν και βυζαντινόν δίκαιον».

Η επανάσταση του 1909 σηματοδοτεί μία νέα αρχή και για τη ζωή του Κ. Ρακτιβάν. Εισέρχεται στην πολιτική ως ένας εκ των επιλέκτων συνεργατών του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το 1910 «(…) χωρίς ουδέποτε, ουδέ και ένα, άνευ καμμίας υπερβολής, να γνωρίση ή να χαιρετήση εκλογέα, ουδέ και αμεσώτερον να επικοινωνήση διά τινος των εν χρήσει τρόπων, είτε γράφων είτε αγορεύων, προς μεγάλας λαϊκάς μάζας, πάντοτε όμως παρακολουθούμενος από του μεγαλυτέρου του κομματάρχου, την Φήμην, εκλέγεται πρώτος του πρώτου του Κράτους νομού βουλευτής» (Π. Θηβαίος). Το επόμενο έτος ορίζεται μέλος και εισηγητής της κοινοβουλευτικής επιτροπής επί της αναθεωρήσεως του Συντάγματος. Από τη θέση αυτή θέτει ανεξίτηλα την προσωπική του σφραγίδα επί του νέου Συντάγματος, του 1911, καθώς υπήρξε ο βασικός εισηγητής των μεταρρυθμίσεων που αυτό εισήγαγε στο νομικό και πολιτικό βίο της χώρας, θέτοντας, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, τις βάσεις θεσμών του κράτους δικαίου, μεταξύ των οποίων και το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Εξέχουσα πλέον μορφή και του πολιτικού βίου στεριώνει στις προτιμήσεις των εκλογέων της Αττικής, που κατ’ επανάληψιν (1912, 1915) του χαρίζουν την εμπιστοσύνη τους. Το 1912 διαδέχεται τον πολύ Ν. Δημητρακόπουλο στο Υπουργείο Δικαιοσύνης (έως το 1913), οπότε «(…) την επαύριον της ορκωμοσίας του ως Υπουργού (κλείονται) ερμητικώς αλλά και διά παντός αι θύραι του μεγάλου εν οδώ Ακαδημίας δικηγορικού του γραφείου και (καλούνται) οι πελάται προς παραλαβήν των δικογραφιών των! Το γεγονός τούτο υπήρξε βεβαίως φαινόμενον διά τα δικηγορικά χρονικά της χώρας μας και μαρτυρεί πόσην ηθικήν ευθιξίαν ενέκλειεν η ψυχή του Ρακτιβάν» (Γ. Μπαλής). Ως Υπουργός Δικαιοσύνης κατέλιπε έργο σπουδαίο, του οποίου μερικές μόνο εκδηλώσεις είναι η σύνταξη, από αυτόν τον ίδιο, των σχεδίων νόμων περί δικαστηρίου συγκρούσεως καθηκόντων, περί ανωτάτου πειθαρχικού συμβουλίου και περί δικαστηρίου αγωγών κακοδικίας.

  • Τον Οκτώβριο του 1912 ο Κ. Ρακτιβάν λαμβάνει εντολή από τον Ελευθέριο Βενιζέλο «όπως ως αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως (κανονίσει) τα της προσωρινής διοικήσεως των καταληφθεισών χωρών». Έτσι, μέχρι τον Ιούνιο του 1913, εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη. Ποια ήταν, όμως, η κατάσταση στη Μακεδονία; Ας θυμηθούμε μόνο ότι στη Θεσσαλονίκη οι Έλληνες ανέρχονταν σε 39.956, οι Οθωμανοί σε 45.867, οι Ισραηλίτες σε 61.439, οι Βούλγαροι σε 6.263 και οι λοιποί ξένοι σε 4.364 ότι οι αξιωματικοί του τουρκικού στρατού κυκλοφορούσαν ένοπλοι στους δρόμους της ότι η οθωμανική χωροφυλακή ασκούσε ακόμη, ενόπλως και αυτή, τα καθήκοντά της ότι βουλγαρικός στρατός είχε εγκατασταθεί στην πόλη με αξιώσεις συγκυριάρχου ότι οι πρόξενοι των ξένων δυνάμεων συμπεριφέρονταν ασύδοτα, «σα στο σπίτι τους» ότι οι υπαίθριες ένοπλες συγκρούσεις ήταν καθημερινές ότι οι περισσότεροι δήμαρχοι και κοινοτάρχες στην ύπαιθρο ήταν Οθωμανοί και ότι η Σερβία, κυρίως όμως η Βουλγαρία ήγειραν δυναμικά αξιώσεις κατοχής, ενώ η Αυστρία έπαιζε το δικό της ιδιοτελές παιγνίδι. Υπό τις χαώδεις αυτές συνθήκες και με εντελώς αβέβαιο αν η Θεσσαλονίκη θα παρέμενε στα ελληνικά χέρια «(…) ο Ρακτιβάν προσανατολίστηκε από την αρχή στη διατήρηση της διοικητικής και κοινωνικής υποδομής της νέας χώρας, στο ποσοστό που δεν παρέβλαπταν την άσκηση της ελληνικής κυριαρχίας. Δεν θεώρησε τη μεταβολή της κρατικής εξουσίας ως λόγο ανατροπής και της καθημερινής ζωής (…) απέκρουσε κατηγορηματικά και αυστηρά οποιονδήποτε περιορισμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων της ελληνικής διοικήσεως που απέρρεαν από το διεθνές δίκαιο του πολέμου», έχοντας ως κύριο μέλημα την «ανεπίληπτη, αδιάκοπη και απεριόριστη άσκηση της ελληνικής κατοχής ως αποφασιστικό όπλο στη διεθνή διελκυστίνδα, που διεξαγόταν τότε για την οριστική επιδίκαση της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης» (Κ. Κεραμεύς). Όλα αυτά ο Κ. Ρακτιβάν τα επέτυχε, λαμβάνοντας πληθώρα σπουδαίων διοικητικών και νομοθετικών μέτρων, με λεπτούς και ευφυείς διπλωματικούς χειρισμούς και επιδεικνύοντας ανυποχώρητη αποφασιστικότητα. Σήμερα, ογδόντα σχεδόν χρόνια μετά, είναι ακόμη δραματικά επίκαιρη η προκήρυξή του, που απηύθυνε στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης την 31-10-1912: «Ελάβομεν πάντες από κοινού τα όπλα κατά του τουρκικού κράτους, διά να καταλύσωμεν την τυραννίαν και κακοδιοίκησιν, αίτινες ήσαν απ’ αιώνων συμφυείς προς αυτό και να φέρωμεν τ’ αγαθά της ελευθερίας εις πάντας αδιακρίτως τους κατοίκους της χώρας, διότι αληθής ελευθερία δεν δύναται να νοηθή άνευ τελείας ισότητος των υπό την σκέπην της αυτής πολιτείας διαβιούντων λαών», χωρίς την «απόλυτον αμεροληψίαν και πατρικήν εν γένει συμπεριφοράν προς τους διοικουμένους» και χωρίς την «παρά των πολιτών των διαφόρων εθνοτήτων, και εν συνόλω και κατ’ ιδίαν, ειλικρινή σύμπνοιαν, αμοιβαίον σεβασμόν και ομόνοιαν, εν τη πεποιθήσει ότι υπό το νέον ελεύθερον καθεστώς ουδείς δύναται να πλεονεκτή του άλλου, αλλά πλήρης κρατεί ισότης και δικαιοσύνη».

Κ. ΡακτιβάνΜετά το επιτυχές πέρας της αποστολής του στη Μακεδονία και με βαθιά γνώση των προβλημάτων της περιοχής δημοσιεύει, το 1916, τη μελέτη του «Τα κτήματα των μεταναστευσάντων εκ των νέων χωρών».

 

Αργότερα, ο Ελ. Βενιζέλος αναθέτει στον Κ. Ρακτιβάν, όντα Υπουργό των Εσωτερικών (1918-1920), την αποκατάσταση της ελληνικής διοικήσεως στην Ανατολική Μακεδονία (φθινόπωρο 1918) και στη Δυτική Θράκη (Μάιος 1920).

  • Μετά την πολιτικά ταραγμένη περίοδο των ετών 1920-1922 και την εθνική τραγωδία ο Ρακτιβάν επανέρχεται στην πολιτική ζωή της χώρας: το 1923 εκλέγεται βουλευτής στην Δ’ Εθνοσυνέλευση ενώ το 1924 Πρόεδρός της μέχρι του πέρατος των εργασιών της (1925). Το 1926 διορίζεται, διά συντακτικής αποφάσεως, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών απέχει, όμως, εκουσίως από τις εργασίες της, αναμένων τον εκ νέου διορισμό του (1929) από νομίμως εκλεγείσα κυβέρνηση. Το 1933 διατελεί Πρόεδρος της Ακαδημίας, στην από 28-12-1933 πανηγυρική συνεδρίαση της οποίας αναπτύσσει το θέμα της «Συνταγματικής προστασίας της εργασίας», ένα ακόμη δείγμα της λεπτής και βαθιάς νομικής του σκέψης, που γνωρίζει να στηρίζεται εδραία στο κοινό θετικό δίκαιο, να εμπνέεται από το συνταγματικό, να εφαρμόζει με δεξιότητα τις πλέον σύγχρονες μεθόδους ερμηνείας του δικαίου και να προσβλέπει, με πλήρη επίγνωση «της κοινωνικής αποστολής της επιστήμης του», σε λύσεις κοινωνικά πρόσφορες, πρακτικά σκόπιμες και νομικά στέρεες, αφού, όπως ο ίδιος είχε πει, «Ο νόμος εν γένει ­ κανών του δικαίου ­ δεν πρέπει να λαμβάνηται ως άψυχον τι μέτρον, προς ο, δίκην κλίνης Προκρούστου, προσαρμόζονται αι κατ’ ιδίαν σχέσεις ή αμφισβητήσεις του τε κράτους και των ατόμων, αλλ’ ως ζώσα βάσις συνειδητής ρυθμίσεως, προνοίας και θεραπείας των πολιτειακών και κοινωνικών αναγκών».

Το 1928 η λαμπρή σταδιοδρομία του Κ. Ρακτιβάν στέφεται με το διορισμό του, από τον Ελ. Βενιζέλο, ως πρώτου Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ήδη το 1910, ως Εισηγητής της κοινοβουλευτικής επιτροπής για την αναθεώρηση του Συντάγματος, είχε εισηγηθεί επιτυχώς την επανίδρυση τού, δύο φορές (1844, 1865) καταργηθέντος, Συμβουλίου της Επικρατείας ως ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου και είχε συντάξει μάλιστα τον οργανικό του Νόμο. Η προσπάθεια, όμως, αυτή προσέκοψε στην πολεμική συγκυρία της εποχής για να αναληφθεί εκ νέου, τελεσφόρα, αυτή τη φορά, το 1928, οπότε και πάλι ο Κ. Ρακτιβάν καλείται να συντάξει τον νέο οργανικό Νόμο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, εν συνεχεία, να αναλάβει τα επίπονα και κρίσιμα καθήκοντα του Προέδρου του.

Και πάλι χρειάζεται να θυμηθούμε πόσο αδύναμος ήταν ο κοινοβουλευτισμός τότε, πόσο ισχυρός ο στρατός, πόσο τυραννική η Διοίκηση για να αντιληφθούμε το πολιτικό θάρρος και το πολιτειακό ήθος του Ελ. Βενιζέλου, αλλά και το βαρύ έργο που ανέμενε τον Κ. Ρακτιβάν, ο οποίος και εδώ επανέλαβε τον εαυτό του.

Ίσως να μην υπάρχει άλλος θεσμός του ελληνικού κράτους που να φέρει τόσο βαθιά και για τόσο πολύ τα χαρακτηριστικά ενός και μόνο ανθρώπου, και άλλος, πλην του διοικητικού δικαίου, κλάδος της νομικής επιστήμης στην Ελλάδα, του οποίου την αφετηρία να μπορούμε να ψηλαφήσουμε στην προσωπικότητα, την ευφυΐα και τη μόρφωση ενός και μόνο θεράποντά της. Με διαρκή επαγρύπνηση, μέχρις εξαντλήσεως προσωπική εργασία, διαρκή και άοκνη επικοινωνία με τους συναδέλφους του, τους διαδίκους και τους δικηγόρους, με ενδελεχή και γόνιμη μελέτη της αλλοδαπής νομολογίας και επιστήμης του δημοσίου δικαίου κατόρθωσε, από κοινού με τα ευστόχως επιλεγέντα μέλη της πρώτης συνθέσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, να «μεταποιήσει» σε νομολογιακά διαπλασμένους κανόνες δικαίου, σε αριστοτεχνικό σύστημα γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου και σε ζώσα πραγματικότητα την προγραμματικού χαρακτήρα δήλωσή του κατά την έναρξη των δημοσίων συνεδριάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας: «ότι προς τον υπό νέους εν πολλοίς όρους (εν σχέσει προς τα παρ’ ημίν προγενέστερα) και οιωνούς αισιωτέρους επανιδρυθέντα θεσμόν του Συμβουλίου της Επικρατείας συνδέεται η πλήρης εξασφάλισις της νομιμότητος εν ταις ενεργείαις της Διοικήσεως, υπό την διπλήν όψιν της προλήψεως υπερβασιών και της καταστολής ενδεχομένων τοιούτων. Ο επιδιωκόμενος ούτος σκοπός λίαν ευγλώττως και εν δυσυπερβλήτω λακωνισμώ συνοψίζεται εις την φράσιν: να καταστήσωμεν την ημετέραν χώραν κράτος δικαίου ή πολιτείαν δικαίου, ειδικώς δε εις ό,τι αφορά την Διοίκησιν».

Ο Κ. Ρακτιβάν απεχώρησε από το Συμβούλιο της Επικρατείας το 1935, ολίγους μήνες πριν το θάνατό του.

Στο πρόσωπο του Κ. Ρακτιβάν, στο «φαινόμενο Ρακτιβάν» όπως έχει λεχθεί, απαντά η εξαιρετικά σπάνια περίπτωση τόσο ευρείας, καθολικής θα λέγαμε, αποδοχής δημοσίου ανδρός. Από ποικίλες γραφίδες που προσπάθησαν να αποδώσουν πτυχές της προσωπικότητάς του, διαβάζουμε ότι τον χαρακτήριζε: «ακατάβλητος πνευματική ζωτικότητα», «εις το έπακρον ανεπτυγμένη αντίληψις του καθήκοντος», «εργατικότης μέχρι ελαττώματος», «ηθική ευθιξία», «κατασταλαγμένη σοφία και έμπειρη οξυδέρκεια», «χρηστότης ατομική και πολιτική μέχρις ελαττώματος», «άκρα αγαθότητα της ψυχής του», «γλυκειά και ήρεμος φυσιογνωμία». Διαβάζουμε ότι ο Κ. Ρακτιβάν ήταν «ήρεμος, συζητητικός, συνδιαλλακτικός, κατά το φαινόμενον υποχωρητικός», «στοργικός, ήπιος αλλ’ άκαμπτος», «γεννηθείς νομικός όπως άλλος γεννάται ποιητής ή μαθηματικός», «αναμφισβητήτως μία από τις φωτεινοτέρας νομικάς διανοίας της νεωτέρας Ελλάδος», «ο κορυφαίος των συγχρόνων Ελλήνων νομικών», «σύμβολο της ευθυδικίας και της αγαθότητος».

Εκφραστικά και ευθύβολα ο καθηγητής Κ. Κεραμεύς έγραψε: «Στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Ρακτιβάν τιμούμε όλους εκείνους, τους ανώνυμους και τους επώνυμους, που αρχίζοντας από τον Ιωάννη Καποδίστρια, με μόχθο καθημερινό και πολύ συχνά άφωνο συνετέλεσαν στη δημιουργία του κράτους και την ανύψωσή του σε κράτος δικαίου. Η υπόμνηση προσλαμβάνει σήμερα εξιδιασμένη επικαιρότητα».

Back To Top