Ἀντώνης Μπενάκης βιομήχανος, ἐθνικός εὐεργέτης, πολιτικός καί ἱδρυτής του Μουσείου Μπενάκη. Σέ ἀντίθεση μέ πολλούς ἐθνικούς εὐεργέτες πού δέν γνωρίζουμε γιά τή ζωή τους, ὄχι μόνο δέ μᾶς εἶναι ἀπόμακρος, ἀλλά γενιές καί γενιές Ἑλλήνων γνωρίζουν τά παιδικά του κατορθώματα καί τόν τολμηρό του χαρακτήρα. Χάρις στον Τρελλαντώνη, τό βιβλίο πού ἔγραψε ἡ ἀδελφή του Πηνελόπη Δέλτα, ἡ παιδική του ἡλικία ταυτίζεται μέ τή δική μας.
Οἰκογένεια Μπενάκη
Η οικογένεια Μπενάκη έλκει τήν καταγωγή της ἀπό τη Μάνη αλλά διασκορπίστηκε μετά τα Ορλωφικά του 1770. Ὁ Ἀντώνης Μπενάκης – παππούς τοῦ Τρελλαντώνη – γεννήθηκε στην Χίο καί ὁ πατέρας του, Ἐμμανουήλ, στην Σύρο. Ὁ τελευταῖος μετά τίς σπουδές του στή Βρετανία, πῆγε στην Αίγυπτο καί ἐργάστηκε στην εταιρεία ἐμπορίας βάμβακος Χωρέμη. Καρποί τοῦ γάμου του μέ τή θυγατέρα τοῦ Χωρέμη, Βιργινία, ἦταν ἠ Αλεξάνδρα (1871), ὁ Ἀντώνης (1873), ἡ Πηνελόπη (1874), ὀ Αλέξανδρος (1878-πέθανε μόλις 44 ἐτῶν) καί ἠ Αργίνη (1883).
Ὁ Μανώλης καί ἡ Βιργινία Μπενάκη ἦταν φιλάνθρωποι ἀλλά σκληροί καί αὐστηροί γονεῖς. «Ὁ Ἀντώνης ἦταν πολύ σκάνταλος καί πολύ ἄτακτος», γράφει ἡ Δέλτα στίς «Πρῶτες Ἐνθυμήσεις», «Ἀπ’ ὅλους μας εἶχε φάει τό περισσότερο ξύλο. Ὁρμητικός, ἀνυπότακτος, γεμάτος ἰδέες, ζωή καί δράση, ἀδιάκοπα ἔπεφτε σε περιπέτειες πού τελείωναν μέ μπάτσους καί τραβήγματα αὐτιῶν. Τότε κοκκίνιζε ὡς τά μέσα μαλλιά του, ντρεπόταν, ὑπέφερε στό φιλότιμό του, στήν ὑπερηφάνειά του, πού ἦταν πολύ μεγάλη, μά ποτέ δέν ἔλεγε τίποτα, οὔτε ἔκλαιγε ποτέ, οὔτε καταδεχόταν νά ξεφύγει μέ ἕνα ψέμα ἤ νά διαμαρτυρηθεῖ. Σήκωνε τό κεφάλι ὑπερήφανα, ἔτρωγε τό ξύλο καί δέν ἀπαντοῦσε. Ἐμεῖς τά κορίτσια τόν εἴχαμε γιά ἥρωα». Θά χρειαστεῖ νά περάσουν πολλά χρόνια γιά νά ὁμολογήσει ὁ Μπενάκης στή Δέλτα ὅτι ἡ χωρίς ἀγάπη καί τρυφερότητα ἀνατροφή τόν εἶχε πληγώσει βαθιά. «Μπορεῖς νά πονέσεις ὅσο θέλεις καημένη ἀδελφή. Ἀπό ἀγάπη οἱ γονεῖς μας δέν κατάλαβαν τίποτα…», τῆς εἶπε σέ ἡλικία 20 ἐτῶν.
Σπουδές, ἐπαγγελματική δράση καί φιλανθρωπία
Σκληραγωγήθηκε στά ξενόγλωσσα σχολεῖα της Αλεξάνδρειας, ὅπου οἱ καθηγητές προσπαθοῦσαν νά τόν προσηλυτίσουν στόν καθολικισμό, καί στο Rossal School της Βρετανίας όπου ἦταν οἰκότροφος. Ἐπιστρέφει στήν Αἴγυπτο καί ἐργάζεται στόν οἰκογενειακό οἶκο ἐμπορίας βάμβακος “Χωρέμη-Μπενάκη”, ὅμως ἡ ψυχή τοῦ λαχταρά νά βοηθήσει τόν ἀλύτρωτο Ἑλληνισμό. Το 1897 παίρνει μέρος στην ελληνοτουρκική σύρραξη που εἶχε καταστροφικά ἀποτελέσματα γιά τή χώρα. Στή συνέχεια ἐνισχύει το Μακεδονικό Ἀγώνα, ἐξοπλίζοντας την ομάδα Γαρέφη καί προσφέρει ἐθελοντικά τίς ὑπηρεσίες τοῦ στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13.
Μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ πατέρα τοῦ Ἐμμανουήλ στήν Ἑλλάδα το 1911, ὁ Ἀντώνης διοικεῖ τόν οἰκογενειακό ἐμπορικό οἶκο ὡς το 1926 αποδεικνύοντας ὅτι τά καταφέρνει σέ αὐτή τή θέση μέ ὑπευθυνότητα. Ἐπίσης μέ τή σύζυγό του ὀργανώνουν ἕνα ὀρφανοτροφεῖο καί φροντίζουν γιά τό συσσίτιο τῶν ἀπόρων. Τό φιλανθρωπικό του ἔργο τόν κάνει στυλοβάτη τῆς ἑλληνικῆς κοινότητας, ἡ ὁποία τόν ἐκλέγει πρόεδρο στον Πανελλήνιο Σύλλογο Ἀλεξανδρείας. Ὁ ζῆλος του γιά τό πατριωτικό σωματεῖο εἶναι τεράστιος. Τό ἄλλο μεγάλο πάθος τοῦ εἶναι ὁ προσκοπισμός. Ἱδρύει το Σώμα Ἑλλήνων Προσκόπων της Ἀλεξάνδρειας καί ἀσχολεῖται μέ τήν προσκοπική κίνηση μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ὅπως καί μέ τόν ναυταθλητισμό. Εἶναι ὁ ἐμπνευστής, ὁ πρωτεργάτης καί ὁ ἱδρυτής τοῦ Ναυτικοῦ Ὁμίλου Ἑλλάδος πού τόν ἵδρυσε μέ ἄλλους ἐπιφανεῖς Ἀθηναίους τήν 1η Νοεμβρίου τοῦ 1933. Διετέλεσε Πρόεδρος τοῦ Ν.Ο.Ε. μέχρι τόν θάνατό του στίς 31/05/1952.
Τό ὄνειρο τοῦ μουσείου
Μέ τήν ἐπάνοδό του στήν Ἑλλάδα γίνεται ὑφυπουργός Οἰκονομικῶν στήν κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ταυτόχρονα φουντώνει τό ὄνειρό του γιά τή δημιουργία ἑνός Μουσείου πού θά φέρει τό ὄνομα τῆς οἰκογένειας. Τό πάθος τοῦ συλλέγειν ὑπῆρχε πάντοτε μέσα του. Ἡ ἀδελφή του Πηνελόπη Δέλτα γράφει στόν “Τρελλαντώνη”, “Εἶχε πάντοτε γεμάτες τίς τσέπες του μέ τόσους θησαυρούς. Τί δέν ἔβρισκες μέσα! Καρφιά, βώλους, βότσαλα, σπάγγους, κάποτε καί κανένα κομμάτι μαστίχα, καί πάνω ἀπ’ ὅλα, τό τρίγωνο γυαλί πού εἶχε πέσει ἀπ’ τόν πολυέλαιο τῆς ἐκκλησίας καί πού ἔκανε τόσο ὡραία χρώματα σάν τό ἔβαζες στόν ἥλιο. Ὁλόκληρο πλοῦτο εἶχαν αὐτές οἱ τσέπες τοῦ Ἀντώνη”.
Ἡ πρώτη του μεγάλη ἀγάπη εἶναι τά ὄπλα καί τά ἐθνικά κειμήλια. Ὕστερα τό ἐνδιαφέρον τοῦ στρέφεται στή μουσουλμανική-ἀραβική τέχνη, τά ἔργα εἰκαστικῶν τεχνῶν καί τίς εἰκόνες. Τό προσωπικό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀλέξανδρου τόν ὠθεῖ νά ἀσχοληθεῖ καί μέ την κεραμική. Κατόρθωσε σταδιακά νά σχηματίσει ἀξιόλογες συλλογές διαφόρων περιόδων πού περιελάμβαναν μεταξύ ἄλλων ἀντικείμενα ἀρχαίας ἑλληνικῆς τέχνης, βυζαντινῆς καί μεταβυζαντινῆς περιόδου, ἔργα λαϊκῆς τέχνης, κοπτικῆς κ.α.
Τό 1930 κάνει δωρεά τίς συλλογές του στό κράτος καί ἐργάζεται μέ πάθος γιά νά μετατρέψει σέ μουσεῖο τήν πατρική οἰκία τῆς ὁδοῦ Κουμπάρη, ἡ ὁποία ἐπίσης παραχωρήθηκε μέ πρωτοβουλία του στήν ἑλληνική πολιτεία. Προσφέρει τό ἀπαραίτητο οἰκονομικό κεφάλαιο καί στις 22 Ἀπριλίου του 1931 το Μουσείο Μπενάκη ανοίγει τίς πόρτες του στό κοινό. Μέχρι τότε ὁ Ἀντώνης Μπενάκης εἶχε ἀσχοληθεῖ μέχρι καί τό τελευταῖο καρφί ἤ τό ὕφασμα πού μπῆκε στίς προθῆκες. Ἦταν τέτοια ἡ ἀφοσίωσή του πού εἶχε ἐκφράσει τήν ἐπιθυμία νά ἐντοιχισθεῖ μετά θάνατον ἡ καρδιά του στό Μουσεῖο.
Μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ φρόντισε νά ἐξασφαλίσει τήν εὔρυθμη λειτουργία τοῦ νέου θεσμοῦ ἀλλά καί τόν διαρκῆ ἐξοπλισμό του μέ νέα ἐκθέματα. Ὅταν τόν ρωτοῦσαν οἱ ξένοι, γεμάτοι θαυμασμό καί κατάπληξη, πώς ὁλόκληρο Μουσεῖο τό χάρισε στό ἔθνος ἀπαντοῦσε: “Ἔχουμε παράδοση στόν τόπο μας, ὅποιος μπορεῖ νά χαρίζει τό περίσσευμά του, γιατί ὁ τόπος μας, βλέπετε, εἶναι φτωχός“, θυμᾶται ἠ Ευγενία Βέη-Χατζηδάκη.
Ὁ Μπενάκης ἄφησε τήν τελευταία του πνοή στις 31 Μαΐου του 1954. Η Λίνα Κάσδαγλη έκλεισε μέσα σέ μία φράση τήν οὐσία τῆς ζωῆς τοῦ Ἀντώνη Μπενάκη, “Γεννημένος ἄρχοντας ἔδωσε στή ἀρχοντιά τό γνησιότερο περιεχόμενό της, τήν ἀγάπη γιά τά ὡραία πράγματα καί τήν ἀγάπη γιά τόν πλησίον”.