Μελέτιος Μεταξάκης Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, φερόμενος ὡς Μελέτιος Β΄ (20.5.1926-28.7.1935). Προηγουμένως ἐχρημάτισε μητροπολίτης Κιτίου ἐν Κύπρῳ (Μάρτιος 1910-8.3.1918), μητροπολίτης Ἀθηνῶν (8.3.1918-1 11.1920) καὶ οἰκουμενικὸς πατριάρχης ὡς Μελέτιος Δ΄ (25.11.1921-20.9.1923).
Ὁ κατὰ κόσμον Ἐμμανουὴλ ἐγεννήθη εἰς τὸ χωρίον Παρσὰς τοῦ νόμου Λασηθίου Κρήτης τὴν 21ην Σεπτεμβρίου 1871. Οἱ γονεῖς τοῦ ὠνομάζοντο Νικόλαος καὶ Μαρία καὶ ἀπέκτησαν καὶ ἕτερα 4 τέκνα. Τὰ πρῶτα γράμματα ἐδιδάχθη εἰς τὸ χωρίον τοῦ καὶ κατόπιν εἰς τὴν Ἱεράπετραν. Τὸ 1889 μετέβη εἰς Ἱερουσαλὴμ παρὰ τίνι ἐκ μητρὸς θείῳ τοῦ, ἐφημερίῳ εἰς Γεθσημανή, μετὰ τίνας δὲ μήνας προσελήφθη εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ ἡγουμένου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, Βενιαμίν, καὶ ἐκ παραλλήλου ἐφοίτησεν εἰς τὴν Ἱερατικὴν Σχολὴν τοῦ Παναγίου Τάφου. Τὸ 1891 ὁ γέρων τοῦ Βενιαμὶν ἡγούμενος Σπυρίδων, ἀρχιεπίσκοπος Θαβὼρ καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς Βηθλεέμ, ἀνῆλθεν εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον τῆς Ἀντιοχείας καὶ συμπαραλαβὼν μεθ’ ἑαυτοῦ τοὺς Βενιαμὶν καὶ Ἐμμανουήλ, τὸν μὲν πρῶτον ἐχειροτόνησε μητροπολίτην Ἀμίδης (Διαρβεκίρ), τὸν δὲ δεύτερον διάκονον, μετονομάσας αὐτὸν εἰς Μελέτιον. Τὸ 1893, ὅτε ἐπανήρχισε λειτουργοῦσα ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Σταυροῦ, ὁ νεαρὸς διάκονος Μελέτιος τῇ αἰτήσει τοῦ ἀπεστάλη ὑπὸ τοῦ Βενιαμίν, ἵνα φοιτήσῃ ἐν αὐτῇ. Μετὰ ἑπταετεῖς σπουδὰς οὗτος ἀνηγορεύθη διδάσκαλος τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐξελθὼν ἀριστοῦχος καὶ πρῶτος μεταξὺ τῶν συνταξιωτὼν τοῦ (1900). Τὸ 1898 σπουδαστὴς ἔτι ἀνέλαβε σπουδαίαν ἀποστολὴν παρὰ τῷ Ἀντιοχειανῶ θρόνῳ μετὰ τὸν ἑξαναγκασμὸν τοῦ πατριάρχου Σπυρίδωνος εἰς παραίτησιν καὶ τὴν συνεπεία ταύτης ἀποχώρησιν τῶν Ἑλλήνων κληρικὼν ἐξ Ἀντιοχείας. Ὁ Μελέτιος, ὅστις ἔκτοτε κατετάγη εἰς τὸν ἁγιοταφιτικὸν Κλῆρον, ἠδυνήθη να ἐπιτύχῃ ὡρισμένα ὀφέλῃ, ἀλλὰ ἦτο πλέον πολὺ ἀργά. Ἡ κατάστασις εἶχεν ἐκφύγει τῶν χειρῶν τῶν Ἑλλήνων.
Τρεῖς ἡμέρας μετὰ τῆς ἀπονομὴν τῶν διπλωμάτων ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δαμιανὸς (1897-1931) διώρισε τὸν Μελέτιον ὑπογραμματέα τοῦ θρόνου. Τὸ 1903, ὡς γραμματεὺς τῆς εἰδικῆς ἐπιτροπῆς, συνέταξε τὸ σχέδιον τῶν κανονισμὼν τοῦ «Ἱεροῦ Κοινοῦ» (τῆς Ἁγιοταφιτικὴς Ἀδελφότητος δηλονότι) καὶ μετὰ ταῦτα ἐξελέγη ἀρχιγραμματεύς. Τοῦτο θεωρεῖται ὡς δικαία ἐπιβράβευσις τοῦ ὑπ’ αὐτοῦ ἐπιτελεσθέντος ἔργου, καθ’ ὅσον τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιγραμματέως εἲναι οὐσιαστικώτατον εἰς τὴν Ἁγιοταφιτικὴν Ἀδελφότητα. Εἰς τὴν θέσιν ταύτην παρέμεινεν ὁ Μελέτιος ἐπὶ ἑξαετίαν (1903-1909) καὶ ἀνέπτυξεν ἐξαίρετον δραστηριότητα. Ὡς ἐπιτρόπος τῆς ἐκπαιδεύσεως ηὔξησε τὰ σχολεῖα ἀπὸ 50 εἰς 85, ἐνήργησε διὰ τὴν ἔκδοσιν πλείστων ἑλληνοαραβικὼν διδακτικῶν βιβλίων, καθὼς καὶ διὰ τὴν ἵδρυσιν τῆς «Πρακτικὴς Σχολῆς» τῆς Ἰόππης· περιελθὼν τάς κοινότητας τῆς Ὑπεριορδανίας, τῆς Γαλιλαίας καὶ Σαμάρειας ἐξήτασε τὴν κοινοτικὴν κατάστασιν καὶ ὑπέβαλε σχετικὴν ἔκθεσιν ὑποδεικνύων τὰ κατάλληλα μέτρα·ἔφορος δὲ τῆς τροφοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς εἰς ἡγήθη τὴν ἀναθεώρησιν τοῦ κανονισμοὺ καὶ ἐπέτυχε διάταξιν ἐπιτρέπουσαν τὴν ἀπονομὴν διπλώματος καὶ εἰς τοὺς μὴ χειροτονομένους σπουδαστάς. Τὸ σπουδαιότερον ὅμως ἀναμφιβόλως τῶν κατὰ τὴν περίοδον ταύτην ἐπιτευγμάτων τοῦ εἶναι ἡ ἀναδιοργάνωσις τοῦ τυπογραφείου τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ ἡ ἵδρυσις τοῦ θεολογικοῦ περιοδικοῦ «Νέα Σιὼν» (1904).
Παραλλήλως ἀνέλαβε καὶ ἀποστολὰς εἰς τάς ἄλλας Ἐκκλησίας. Οὕτω τὸ 1903 ἐπεσκέφθη τὸν πατριάρχην Ἀλεξανδρείας Φώτιον, ὅπως ἀκούση τάς γνώμας αὐτοῦ διὰ τὰ προσκυνηματικὰ ζητήματα. Τὸ 1905 ἐπεσκέφθη καὶ πάλιν τὴν Ἀλεξάνδρειαν, διὰ να διαπραγματευθῇ μετὰ τοῦ Γ. Ζερβουδάκη δάνειον 60 χιλιάδων λιρὼν πρὸς τὴν Ἁγιοταφιτικὴν Ἀδελφότητα καὶ τὸ 1906 μετέβη μέσῳ Κωνσταντινουπόλεως εἰς Αὐστρίαν καὶ Ῥωσίαν διὰ τὴν ῥύθμισιν κτηματικὼν ζητημάτων. Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν διέμεινεν ἐπὶ τρίμηνον χάριν μελετῶν εἰς τὴν Γενεύην. Τὸ 1907 ἀπεστάλη εἰς τὴν Κύπρον πρὸς λύσιν τοῦ ἀπὸ δεκαετίας χρονίζοντος ἀρχιεπισκοπικοὺ ζητήματος. Ἐκεῖ συνηντήθη μετὰ τῶν ἀντιπροσώπων τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ἐν οἷς προέξηρχον ὁ Ἀλεξανδρείας Φώτιος καὶ ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Ἀγχιάλου Βασίλειος, ὁ μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βασίλειος Γ΄. Ὁ Μελέτιος ἀναχωρῶν συνέταξεν ἔκθεσιν ἐπὶ τοῦ ζητήματος, ἥτις ἐδημοσιεύθη ἀγγλιστὶ εἰς τὴν «Ἐπίσημον Ἐφημερίδα» τῆς κυπριακὴς κυβερνήσεως καὶ ἐχρησίμευσεν ὡς βάσις τοῦ νόμου, δι’ οὐ τελειωτικὼς ἐλύθη τὸ ζήτημα. Σημειωτέον ὅτι κατὰ τὴν συνάντησιν ταύτην τοῦ Μελετίου μετὰ τοῦ πατριάρχου Φωτίου ἀπεφασίσθη ἡ ἵδρυσις τῶν πατριαρχικὼν περιοδικῶν Ἀλεξανδρείας «Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος» καὶ «Πανταινος» διὰ τῆς χρησιμοποιήσεως τοῦ παυθέντος καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Σταυροῦ Γρηγορίου Παπαμιχαήλ. Πρὶν ἢ διευθετηθὴ τὸ κυπριακὸν ζήτημα ἡ Σιωνίτις Ἐκκλησία περιεπλάκη εἰς δεινὴν δοκιμασίαν διὰ τῆς ἀνακύψεως τοῦ ἀπὸ μακροῦ ὑποβόσκοντος ζητήματος τῶν ἰθαγενῶν ἀξιώσεων (1908). Ὁ πατριάρχης Δαμιανὸς ἐπαύθη ἀπὸ τῆς Ἁγιοταφιτικὴς Ἀδελφότητος, ἀλλὰ τελικὼς ἐπεκράτησεν. Ὁ Μελέτιος, ὅστις τὸ αὐτὸ ἔτος ἐξέδωκε τὴν βραχύβιον ἑλληνοαραβικὴν ἐφημερίδα «Παλαιστίνειος Κῆρυξ» (ἐξεδόθησαν μόνον τρία φύλλα. Βλ. Ἀθ. Πανταζή, Ὁ «Παλαιστίνειος Κῆρυξ», ἐν «Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος», ΛΔ΄ [1935], σ. 613-618), μετέβη τότε μετὰ τοῦ σχολάρχου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Σταυροῦ ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ ἀνέπτυξε τὸ ζήτημα ἐνώπιον εἰδικῆς ἐπιτροπῆς, τὴν ὁποίαν ὥρισεν ἡ Ὑψηλὴ Πύλη. Τὸ σχετικὸν ὑπόμνημα τοῦ Μελετίου ἐξεδόθη γαλλιστὶ καὶ ἑλληνιστὶ ὑπὸ τὸν τίτλον «Αἱ ἀξιώσεις τῶν ἀραβόφωνων» (Κωνσταντινούπολις 1909) (βλ. πλείονα καὶ εἰς δημοσίευμα τοῦ Γ. Κλ. Σμαλιέρη, Δρᾶσις τοῦ ἀρχιμανδρίτου Μελετίου Μεταξάκη ἐν Κωνσταντινουπόλει περὶ τὰ τέλη τοῦ 1908 καὶ τάς ἀρχὰς τοῦ 1909, «Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος», ΛΔ΄ [1935], σ. 597-610).
Ἐνῶ ἀκόμη ὁ Μελέτιος εὑρίσκετο εἰς Κωνσταντινούπολιν ἡ ἐκ 33 μελῶν κληρικολαϊκὴ συνέλευσις τῆς Μητροπόλεως Κιτίου Κύπρου ἐξέλεξε τοῦτον κατὰ Φεβρουάριον τοῦ 1910 ὡς μητροπολίτην Κιτίου καὶ οὕτω μετὰ ἕνα μῆνα ἐχειροτονήθη εἰς Λευκωσίαν. Τὴν ἐν λόγῳ Μητρόπολιν ἐποίμανεν ὁ Μελέτιος ἐπὶ ὀκτὼ ἔτη, ἀναπτύξας ὅλην τὴν γνωστὴν τοῦ δραστηριότητα καὶ ἐνεργητικότητα· ἵδρυσε τὸ Παγκύπριον Ἱεροδιδασκαλεῖον (Ὀκτώβριος 1910) καὶ ἐπρωτοστάτησεν εἰς τὴν ἵδρυσιν τοῦ Ἐμπορικοῦ Λυκείου ἐν Λάρνακι· συνέταξε τὸν καταστατικὸν χάρτην τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καὶ τοὺς εἰδικοὺς κανονισμοὺς τῆς ἐνοριακὴς διοικήσεως καὶ τῶν θρονικὼν ἐπιτροπῶν· τὸ 1911 ἵδρυσε τὸ περιοδικὸν «Ἐκκλησιαστικὸς Κῆρυξ», τὸ ὁποῖον ἐξηκολούθησε κατόπιν να ἐκδίδη καὶ εἰς Ἀθήνας καὶ ἐν Ν. Ὑόρκη (βλ. Θεοδωρητοῦ Κοκκινάκη, διακόνου [νῦν μητροπολίτου Θυατείρων Ἀθηναγόρου Β΄], Ἡ συμβολὴ τοῦ πατριάρχου Μελετίου εἰς τὸ γραπτὸν κήρυγμα, «Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος, ΛΔ΄ [1933], σ. 640 647).
Τὸ 1912-1913 ὁ Μελέτιος ἐπεσκέφθη τάς Ἀθήνας καὶ τότε κατήρτισε τὴν ἔκθεσιν τῆς παρὰ τοῦ ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν Λ. Κορομηλὰ συσταθείσης ὑπὸ τὸν Ἴωνα Δραγούμην ἐπιτροπῆς πρὸς μελέτην τῶν ἐκ τῆς ἐδαφικῆς προσαρτήσεως ἐπαρχιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τὰ κράτη Ἑλλάδος, Σερβίας καὶ Βουλγαρίας προκυψάντων ζητημάτων. Εἰς τὴν συνεργασίαν ἐκείνην τοῦ Μελετίου μετὰ τῶν ὡς ἄνω πολιτικῶν ἀνδρῶν ὀφείλεται καὶ ἡ πρότασις τῆς ὑποψηφιότητος τούτου ὡς διαδόχου τοῦ ἀποβιώσαντος οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ΄ († 1912). Ἐπίσης δὶς ἐπεσκέφθη κατὰ τὴν περίοδον ταύτην ὁ Μελέτιος τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ὀργάνωσε τὴν ἄμυναν τῶν ἑλληνικῶν καὶ ἁγιορειτίκων δικαίων (Αὔγουστος 1913 καὶ Δεκέμβριος 1914).
Τὸ 1918, χηρεύσαντος τοῦ μητροπολιτικοὺ θρόνου τῶν Ἀθηνῶν, ἐξελέγη ὁ Μελέτιος προκαθήμενος τῆς Ἑλλαδικὴς Ἐκκλησίας. Παρέμεινεν ἐν τῇ θέσει ταύτῃ μέχρι τῆς μεταπολιτεύσεως τοῦ Νοεμβρίου 1920, ὁπότε διὰ τοῦ ἀπὸ 16 Νοεμβρίου β. δ. ἐπάνηλθεν ὡς μητροπολίτης ὁ προκάτοχος αὐτοῦ Θεοκλητὸς Α΄. Ὁ Μελέτιος κατὰ τὴν περίοδον ταύτην ἵδρυσε τὴν «Στέγην τῆς Ἐκκλησίας», δηλ. τὸ σημερινὸν Ἐκκλησιαστικὸν Ὀρφανοτροφεῖον Βουλιαγμένης, ὠργάνωσε τὴν φιλανθρωπικὴν κίνησιν τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῆς συστάσεως τῶν φιλοπτωχῶν ταμείων, ἐνδιεφέρθη διὰ τὴν μόρφωσιν τοῦ Κλήρου, ἐξηκολούθησε τὴν ἔκδοσιν τοῦ «Ἐκκλησιαστικοῦ Κήρυκος» καὶ ἐξέδωκε καὶ ἐπιστημονικὸν περιοδικὸν τὴν «Διδαχὴν» (1919), συνέταξε «Σχέδιον νόμου περὶ διοικήσεως τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας» («Διδαχή». Ἃ΄ [1919], σ. 347-400) καὶ τέλος ἀνέλαβε περιοδείας ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος. Οὕτως ἡγήθη ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολῆς εἰς Ἠνωμένας Πολιτείας τῆς Ἀμερικής, ἀποτελεσθείσης ἐκ τοῦ βοηθοῦ ἐπισκόπου Ῥοδοστόλου καὶ κατόπιν ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικὴς Ἀλεξάνδρου, τοῦ τότε ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου καὶ τοῦ τότε διευθυντοῦ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων τοῦ ὑπουργείου Παιδείας Ἀμ. Σ. Ἀλιβιζάτου (βλ. σημειώματα τοῦ τελευταίου τούτου, Ὁ Ἀθηνῶν Μελέτιος ἐν Ἀμερικὴ τὸ πρῶτον, «Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος», ΛΔ΄ [19?5], σ. 653-663). Σημειωτέον ὅτι ἡ ἐν Ἀμερικὴ Ἐκκλησίᾳ διὰ πατριαρχικοὺ τόμου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄ (8 Μαρτίου 1908) εἶχεν ἀποσπασθῇ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ εἶχεν ὑπαχθῇ ὡς καὶ αἱ λοιπαὶ ὀρθόδοξοι ἑλληνικαὶ κοινότητες τοῦ ἐξωτερικοῦ ὑπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος (περὶ τῆς δράσεως τοῦ Μελετίου γενικὼς ὡς μητροπολίτου Ἀθηνῶν πρβλ. καὶ τὸ δημοσίευμα τοῦ πρωθιερέως Νικ. Π. Παπαδοπούλου, Ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν, πρῴην οἰκουμενικός, Μελέτιος Δ΄, ἐνθ’ ἄν., σ. 625-636).
Ἀπομακρυνθεὶς τῶν Ἀθηνῶν δι’ ἁπλοῦ β.δ. ὁ Μελέτιος διεμαρτυρήθη κατὰ τοῦ ἀντικανονικοῦ τῆς πράξεως ταύτης καὶ μεταβὰς εἰς Ἀμερικὴν τὸν Φεβρουάριον τοῦ 1921 ἐξηκολούθησε να ποιμαίνη ὡς μητροπολίτης Ἀθηνῶν τὴν πρὸ δύο ἐτῶν συγκροτηθείσαν ὑπ’ αὐτοῦ Ἐκκλησίαν. Κατὰ τὴν δεκάμηνον ἐκεῖ διαμονὴν διέσχισε τάς Ἠνωμένας Πολιτείας πρὸς ὅλας τάς κατευθύνσεις καὶ ὠργάνωσε τὴν «Ἑλληνικὴν Ἀρχιεπισκοπὴν Ἀμερικής, Βορείου καὶ Νοτίου». Ἐπίσης τὸν Ὀκτώβριον τοῦ 1921 ἵδρυσε τὸ «Ἑλληνοαμερικανικὸν Σεμινάριον Ἁγίου Ἀθανασίου» (πρβλ. καὶ Βασιλείου Θ. Ζούστη, Ὁ ἐν Ἀμερικὴ Ἑλληνισμὸς καὶ ἡ δρᾶσις αὐτοῦ, Νέα Ὑόρκη 1954, σ. 125-131).
Εἰς τὴν Ἀμερικὴν εὑρισκόμενος ὁ Μελέτιος ἐξελέγη τὴν 25ην Νοεμβρίου 1921 οἰκουμενικὸς πατριάρχης ὑπὸ τὸ ὄνομα Μελέτιος Δ΄, ἐνεθρονίσθη δὲ ἐν Κωνσταντινουπόλει τὴν 24ην Ἰανουαρίου 1922 (βλ. τὸν ἐνθρονιστήριον αὐτοῦ λόγον ἐν Βασ. Θ Ζούστη, μν. ἔργ., σ. 142-148). Εἰς τὴν πρώτην ταύτην θέσιν τῆς Ὀρθοδοξίας παρέμεινε μέχρι τῆς ὑπογραφῆς τῆς συνθήκης τῆς Λοζάννης, διότι μετὰ τὴν ἐπικράτησιν τοῦ κινήματος τοῦ Κεμὰλ ἀνεχώρησε τὴν 10ην Ἰουλίου 1923 εἰς Ἅγιον Ὅρος καὶ ἐκεῖθεν ἀπέστειλε τὴν 20ήν Σεπτεμβρίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους τὴν ἐκ τοῦ θρόνου παραίτησίν του. Κατὰ τὴν μόλις δεκαεπτάμηνον ταύτην πατριαρχίαν ἐξηρτήθησαν καὶ πάλιν ἐκ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου αἱ ἐν διασπορᾷ ὀρθόδοξοι ἑλληνικαὶ κοινότητες, ἀκυρωθέντος τοῦ πατριαρχικοὺ τόμου τῆς 8ης Μαρτίου 1908 (βλ. πατριαρχικὸν ἔγγραφον τῆς 1ης Μαρτίου 1922 ἐν Β. Ο. Ζούστη, μν. ἔργ., σ. 149-151), ἱδρύθη ἡ Μητρόπολις Θυατείρων καὶ ἑξαρχία Δυτικῆς Εὐρώπης μὲ ἔδραν τὸ Λονδίνον (Ἀπρίλιος 1922) καὶ ἡ Μητρόπολις Αὐστραλίας, ὑπήχθησαν ὑπὸ τὴν πνευματικὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Πατριαρχείου αἱ ὀρθόδοξοι Ἀρχιεπισκοπαὶ τῶν νέων κρατῶν Τσεχοσλοβακίας, Ἐσθονίας καὶ Φιλλανδίας, ἐτέθησαν αἱ βάσεις τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς ἐν Πολωνία Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀνεγνωρίσθη τὸ κῦρος τῶν ἀγγλικανικὼν χειροτονιῶν καὶ συνεκροτήθη Πανορθόδοξον Συνέδριον, τὸ ὁποῖον ἀπεφάσισε περὶ τῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ ἡμερολογίου (Φεβρουάριος 1922) (περὶ τῆς περιόδου ταύτης βλ. «Ἐκκλησιαστικὸν Φάρον», ΛΔ΄ [1935], σ. 637-639: Ἱστορικὸν σημείωμα περὶ τῆς καθόλου δράσεως Μελετίου Δ΄ ὡς οἰκουμενικοῦ πατριάρχου. Ἐπίσης Δημ. Μαυροπούλου, Πατριαρχικαὶ σελίδες, Ἀθῆναι 1960, σ. 154-198).
Τὸ 1924 ὁ Μελέτιος ἐγκατεστάθη ἐφησυχάζων εἰς Κηφισιάν, ὅπου ἔλαβε τὸ μήνυμα τῆς ἐκλογῆς τοῦ ὡς πατριάρχου Ἀλεξανδρείας εἰς διαδοχὴν τοῦ ἀποθανόντος πατριάρχου Φωτίου (20 Μαΐου 1926). Τὸν ἀρχαῖον ἱστορικὸν τοῦτον θρόνον τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου κατηύθυνεν ὁ Μελέτιος μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ (28.7.1935) ἀναδιοργανώσας τὸ παλαίφατον Πατριαρχεῖον καὶ ἐμφυσήσας εἰς αὐτὸ νέαν ζωήν. Εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἀφίχθη καὶ ἐνεθρονίσθη τὴν 13ην Ἰουνίου 1926, ἐπελήφθη δὲ ἀμέσως τῆς ῥυθμίσεως τῶν ἐκκρεμῶν ζητημάτων, μολονότι ἡ ἀναγνώρισις αὐτοῦ ἐβράδυνεν ὑπὲρ τὸ ἔτος (8 12.1927). Ἵδρυσεν ἀμέσως τὸ Ἱεροδιδασκαλεῖον Ἅγιος Ἀθανάσιος, ἐμερίμνησε διὰ τὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, μετακαλέσας ἐξ Ἀθηνῶν τὸν πρόεδρον τῆς «Ἀναπλάσεως» Μιχαὴλ Γαλανόν, ἀνεκαίνισε τὸ πατριαρχικὸν τυπογραφεῖον, ὥστε να ἐκδοθῇ δι’ αὐτοῦ σειρὰ ὅλη ἐκλεκτὼν θεολογικῶν καὶ ἐποικοδομητικὼν ἔργων, ἐνίσχυσε τὰ ὑπάρχοντα θρησκευτικὰ σωματεῖα («Πίστις» Ἀλεξανδρείας, «Εὐσέβεια» καὶ «Χριστοπολιτεία» Καΐρου), τὰ πατριαρχικὰ σχολεῖα καὶ τὰ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα.
Παραλλήλως ὁ Μελέτιος ἠθέλησε να ῥυθμίση καὶ ὅλας τάς ἄλλας ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας. Οὕτως ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ συνετάχθη Διάταξις «περὶ οἰκονομικῆς διαχειρίσεως τοῦ Πατριαρχείου», ἐξεδόθησαν λεπτομερεῖς ἐγκύκλιοι περὶ ληξιαρχικῶν πράξεων, βαπτίσματος, γάμου, υἱοθεσίας, θανάτου, καὶ περὶ συντάξεως διαθηκῶν, ἐδημοσιεύθη ὁ «Ὀργανισμὸς τῶν Δικαστηρίων τοῦ πατριαρχικοὺ θρόνου Ἀλεξανδρείας», «Διάταξις περὶ γάμου καὶ διαζυγίου», ἐρρυθμίσθησαν αἱ σχέσεις τοῦ Πατριαρχείου πρὸς τάς ἑλληνικὰς κοινότητας, τὰ σωματεῖα καὶ τὰ ἱδρύματα καὶ τὸ σπουδαιότερον συνετάχθη καὶ ἐψηφίσθη ὁ «Ὀργανικὸς Νόμος τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας» (ἐξεδόθη ἐν Ἀλεξανδρεία 1935. Βλ. «Πανταινον», ΛΓ΄ [1934], σ. 438-439). Δι’ αὐτοῦ κατηργήθη ἡ Μητρόπολις Μέμφιδος καὶ ἱδρύθησαν τρεῖς νέαι, τῆς Ἐρμουπόλεως μὲ ἔδραν τὴν Τάνταν, τῆς Ἰωαννουπόλεως μὲ ἔδραν τὸ Γιοχάννεσμπουργκ τῆς Ν. Ἀφρικῆς, καὶ τῆς Καρθαγένης μὲ ἔδραν τὴν Τύνιδα, ἀποκατεστάθη δὲ ἐν Ἀλεξανδρεία τὸ ἀρχαῖον συνοδικὸν σύστημα, διαφυλαχθέντων ὡρισμένων προνομίων ὑπὸ τοῦ πατριάρχου.
Ἐπίσης ὁ πατριάρχης Μελέτιος ἐν τῇ μερίμνῃ αὐτοῦ ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου τοῦ ἐπεχείρησε περιοδείαν εἰς τάς χώρας τῆς Β. Ἀφρικῆς (Εὐσταθίου Γ. Εὐσταθίου, ἱεροδιακόνου, Ἡ ἀνὰ τὴν Β. Ἀφρικὴν ποιμαντορικὴ περιοδεία τοῦ ἀοιδίμου πατριάρχου ἡμῶν Μελετίου Β΄, «Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος», ΛΔ΄ [1935], σ. 709 -711. Πρβλ. καὶ Θεοδ. Δ. Μοσχονά, Ὁ πατριάρχης Μελέτιος καὶ ὁ ἐν τῇ διασπορᾷ τῆς Δυτικῆς Ἀφρικῆς Ἑλληνισμός, αὐτόθι, σ. 693-696), ἐπεσκέφθη τὸ Σινὰ καὶ ἀπέστειλεν εἰς Αἰθιοπίαν τὸν Ἀξώμης Νικόλαον. Τέλος ἐπεξέτεινε τὴν δρᾶσιν αὐτοῦ καὶ εἰς τὸ ἐξωτερικὸν ἀποστείλας ἀντιπροσώπους εἰς τὴν Πανορθόδοξον Διασκέψιν τοῦ Ἀγ. Ὅρους (1930) καὶ ἡγηθεὶς τῆς ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας εἰς τὸ Συνέδριον τοῦ Λάμπεθ τὸ 1931 συνετέλεσε πολὺ εἰς τὴν δημιουργίαν κλίματος προσεγγίσεως μετὰ τῶν Ἀγγλικανών. Σχετικὴ ἦτο καὶ ἡ ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀναγνώρισις τοῦ κύρους τῶν ἀγγλικανικὼν χειροτονιῶν (βλ. πλείονα περὶ τῆς δράσεως τοῦ Μελετίου ὡς πατριάρχου Ἀλεξανδρείας καὶ ἐν Β΄, σ. 62-68 τοῦ παρόντος, ὡς καὶ ἐν «Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος», ΛΔ’ [1935], ἔνθα τὰ ἑξῆς σημειώματα: Πολυκάρπου [Συνοδινού], μητροπολίτου Μεσσηνίας, Μελέτιος Β΄, πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, σ. 648-650. Ἰωάννου Α. Γκίκα, Ὁ πατριάρχης Μελέτιος Β΄, σ. 664-667. Ἰωάννου Μπεθάνη, Ἡ δεκαετὴς μελετιακὴ ἐποχὴ [1926-1935], σ. 672-677. Νικολάου Σ. Φιριππίδου, Ὁ πάπας καὶ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μελέτιος Β’ καὶ ἡ πατριαρχικὴ βιβλιοθήκη Ἀλεξανδρείας, σ. 678-689. Ἀπ. Γ. Κωνσταντινίδου, Ἀνέκδοτοι σελίδες ἐκ τῆς ἐθνικῆς δράσεως Μελετίου Μεταξάκη, σ. 697-708).
Ὁ Μελέτιος ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς δράσεώς του μετέστη πρὸς Κύριον κατὰ τὴν νύκτα τοῦ Σαββάτου 27 πρὸς τὴν Κυριακὴν 28 Ἰουλίου 1935. Τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἔργον αὐτοῦ ὕπηρξε μέγα καὶ πολυσχιδές, οὗτος δὲ ἀνεδείχθη εἰς μίαν τῶν μεγαλυτέρων προσωπικοτήτων τοῦ ὀρθοδόξου κόσμου.
Συγγραφικὴ δρᾶσις: Ὁ Μελέτιος παρὰ τὴν ἔκτακτον καὶ μεγάλης ἀκτῖνος ἐκκλησιαστικὴν δραστηριότητά του, τὰ πολυάριθμα συντακτικὰ αὐτοῦ ὑπομνήματα καὶ τὴν ποικίλην ἀρθρογραφίαν, ἐδημοσίευσε καὶ τὰ ἑξῆς ἔργα: «Ἡ Μαδηβά». Μακρὰ πραγματεία περὶ τοῦ μωσαικοὺ χάρτου τῆς Μαδηβὰς καὶ τῶν ἄλλων μωσαϊκὼν τῆς μωαβιτικὴς ταύτης πόλεως. Ἡ πραγματεία αὔτη ἐδημοσιεύθη ἐν «Ν. Σιών», Ά΄, 1904, σ. 49 κ. ἐξ. «Αἱ ἀξιώσεις τῶν ἀραβόφωνων», Κωνσταντινούπολις 1909. Τὸ αὐτὸ καὶ γαλλιστί. «Τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἡ ῥωσικὴ πολιτικὴ ἐν Ἀνατολῇ», Ἀθῆναι 1913. «Ὑπόμνημα πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως καὶ τῶν δεόντων γενέσθαι», Ἀθῆναι 1920 καὶ ἐν «Διδαχῇ», Ἃ΄ (1919), σ. 241-400.